Επέλεξα να δω τον Προμηθέα Δεσμώτη του Άρη Μπινιάρη δύο φορές: μία την Παρασκευή (στην πρεμιέρα δηλαδή) και μία την Κυριακή. Ο λόγος είναι ότι την πρώτη φορά μου προξένησε αλγεινές εντυπώσεις. Συνεπώς, επεδίωξα να την παρακολουθήσω και μια δεύτερη, από διαφορετική θέση, φοβούμενος ότι ενδέχεται να αδικήσω τον σκηνοθέτη και τους συντελεστές.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα θετικά της παράστασης. Ο σκηνοθέτης φαίνεται να αγνοεί -ή να αδιαφορεί πλήρως- για το ακουστικό προφίλ του αρχαίου θεάτρου. Ανάλογα με το πού κάθεται κανείς μπορεί είτε να ακούει οχλαγωγίες και θόρυβο, είτε ένα ουδέτερο ηχητικά αποτέλεσμα. Για όσους έχουν απολαύσει παραστάσεις που μοιάζουν να έχουν στηθεί ώστε να εκμεταλλεύονται στο έπακρο την ακουστική του χώρου, η αντίθεση ήταν κραυγαλέα.
Αν αναρωτιέστε γιατί η μη αξιοποίηση της ακουστικής που προσφέρει το θέατρο της Επιδαύρου, συγκαταλέγεται στα θετικά της παράστασης, η απάντηση είναι απλή! Το να μην ακούς τους ηθοποιούς σε προφυλάσσει από το να υποστείς την μετάφραση. Προσοχή: δεν μιλάμε για μια αδύναμη μετάφραση. Αναφερόμαστε σε μια μετάφραση εξόχως προβληματική. Πρόκειται για ένα κείμενο που πραγματικά σε κάνει να αναρωτιέσαι. Να αναρωτιέσαι πώς γίνεται να την διάβασε ο Άρης Μπινιάρης και να σκέφτηκε “εγώ αυτό το έργο θα το ανεβάσω στην Επίδαυρο“. Και μάλιστα να επέλεξε και να παίξει σε αυτό!
Ακόμη και αν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης ήταν ικανοποιητικά -που δεν ήταν- θα αρκούσε η, τόσο κακή, μετάφραση για να τα υπονομεύσει. Ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ δικαιολογία για την επιλογή της. Εκτός των άλλων τη διέκρινε και μια, προχειρότητα να την χαρακτηρίσω; Για παράδειγμα σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη γη θα ταίριαζε περισσότερο να γράφεται Γη. Σε μια άλλη, εκεί που ο Προμηθέας απαντά στον Ερμη “δεν θα φιλήσω το βρωμερό χέρι του Δία” η ετυμολογικά σωστή ορθογραφία θα ήταν βρομερό. Λεπτομέρειες, θα αντιτείνει κανείς. Τωόντι θα απαντήσω. Αλλά η αδιαφορία για τις λεπτομέρειες, σίγουρα κάτι δείχνει. Ενδεχομένως να υπήρχαν και αρκετά ακόμη τέτοια, παροράματα να τα πω; Αλλά, όσο μπορούσα, απέστρεφα το βλέμμα από τις οθόνες των υπέρτιτλων. Στοιχειώδης αυτοπροστασία. Καταλαβαίνετε…
Σε ό,τι αφορά τις ερμηνείες, δεν θα τις χαρακτήριζα απαραίτητα κακές. Αλλά ήταν τόσο πομπώδεις, τόσο στομφώδεις που δύσκολα εντόπιζες λεπτά σημεία ώστε να τις αξιολογήσεις περισσότερο. Και πραγματικά είναι κρίμα όταν πρόκειται για ηθοποιούς όπως ο Γιάννης Στάνκογλου ή ο Αλέκος Συσσοβίτης. Ανθρώπους δηλαδή εγνωσμένων δυνατοτήτων και ταλέντου. Εξαίρεση αποτέλεσε η Ηρώ Μπέζου στον ρόλο της Ιούς. Λιγότερο μεγαλόστομη και οπωσδήποτε λιγότερο υπερβολική. Δεν έσωζε την παράσταση βέβαια αλλά ήταν μια αξιοπρεπής παρουσία. Η μεγαλαυχία όμως όλων των υπόλοιπων συντελεστών, μου έφερνε συνεχώς στο μυαλό τη φράση “κύμβαλα αλαλάζοντα”. Πολύ κρίμα.
Ο Χορός των Ωκεανίδων ήταν το δεύτερο μελανό σημείο της παράστασης. Δεν ήταν μόνο η κάπως άτσαλη κινησιολογία τους. Το βασικό πρόβλημα ήταν η οχλαγωγία, η βαβούρα, η χάβρα που δημιουργούσαν οι φωνές τους. Δύσκολα καταλάβαινες τι έλεγαν αν δεν διάβαζες τους υπέρτιτλους. Πράγμα όχι απαραίτητα αρνητικό όπως ήδη εξήγησα.
Σε αντίθεση με την υπόλοιπη παράσταση, τα σκηνικά και τα κουστούμια δεν ήταν άσχημα. Αλλά, πάλι με εξαίρεση την Ιώ της Ηρούς Μπέζου, μόνο ευρηματικά δεν θα τα χαρακτήριζες. Σπουδή στο αδιάφορο θα ήταν ένας κατάλληλος, νομίζω, τίτλος.
Σε ό,τι αφορά τη μουσική επένδυση, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι λίγο καλύτερα. Υπό άλλες συνθήκες η χρήση ενός μουσικού επί σκηνής θα έδινε μια επιπλέον διάσταση στην παράσταση. Το είδαμε άλλωστε με τους Θράξ Πάνκc στις Βάκχες. Όχι εδώ όμως. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, το βιολοντσέλο του Νίκου Παπαϊωάννου συνόδευε ικανοποιητικά τα σκηνικά δρώμενα. Όχι πάντα όμως. Ήδη σχολιάστηκε, εξάλλου, η μη αξιοποίηση της ακουστικής του θεάτρου. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ενίοτε, η μουσική να συντελεί στην όλη οχλαγωγία.
Συνολικά πρόκειται για μια παράσταση που θα σας πρότεινα να αποφύγετε. Όσο επιεικής και αν είναι κανείς, δεν θα βρει εύκολα κάτι που να αξίζει τα χρήματα και τον χρόνο του.
1 Σχόλιο