Να αποκαταστήσει το δημοσίευμά της σχετικά με την «κατάρριψη του μύθου της καλής ακουστικής του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου», απαιτεί από την εφημερίδα «Guardian» το Ελληνικό Ινστιτιτούτο Ακουστικής (ΕΛΙΝΑ, σύμφωνα με ανακοίνωση που έστειλε προς το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Η πρόσφατη δημοσίευση της εφημερίδας “Guardian” για την “κατάρριψη του μύθου της καλής ακουστικής του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου” δεν ταυτίζεται με τα επιστημονικά δεδομένα» δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αναπληρωτής καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου και μέλος του ΔΣ του Ελληνικού Ινστιτούτου Ακουστικής Ανδρέας Φλώρος.
«Για το θέμα αυτό, στο παρελθόν και σε πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων σε έγκυρα διεθνή επιστημονικά συνέδρια, περιοδικά όσο και σε σχετικό διεθνές συνέδριο που διοργάνωσε το ΕΛΙΝΑ το 2011 με θέμα την ακουστική των αρχαίων θεάτρων, έχουν παρουσιαστεί αποτελέσματα που αναδεικνύουν τη δικαιολογημένα παγκοσμίως γνωστή “καλή ακουστική” του θεάτρου αυτού. Οι δημοσιεύσεις αυτές έχουν κριθεί για το επιστημονικό τους περιεχόμενο από ειδικούς» σχολίασε ο κ. Φλώρος.
«Το θέατρο αυτό, από την αρχαιότητα ως και σήμερα, εμφανίζει ακουστική κατάλληλη για την αναπαραγωγή θεατρικού λόγου σε μεγάλο ακροατήριο, συχνά άνω των 10.000 ατόμων. Το ΕΛΙΝΑ, με εκλαϊκευμένο κείμενο που συνέταξε και διένειμε προς φορείς και ξεναγούς του θεάτρου, επισημαίνει ότι “καλή ακουστική” για τον χώρο αυτό πρωτίστως αφορά αυτή τη δυνατότητα: της αναπαραγωγής καταληπτής ομιλίας, ακόμη και στις πιο μακρινές θέσεις ακρόασης σε αποστάσεις σχεδόν 60 μ. από την ορχήστρα-σκηνή του θεάτρου. Αυτό το αξιοσημείωτο επίτευγμα στον ακουστικό σχεδιασμό του θεάτρου, έχει εν πολλοίς καταγραφεί για περιπτώσεις όπου το σήμα της φωνής είναι ισχυρό, αλλά δεν έχει αναδειχθεί και από τη μελέτη στην οποία βασίστηκε το αρχικό δημοσίευμα».
Το θέμα προέκυψε, μετά από έρευνα που πραγματοποίησαν Ολλανδοί επιστήμονες για την ακουστική του θεάτρου της Επιδαύρου και άλλων αρχαίων θεάτρων, με επικεφαλής τον Κόνσταντ Χακ, επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας του Αϊντχόβεν, Με τους φοιτητές του ήρθαν στη χώρα μας, προκειμένου να κάνουν ακουστικές μελέτες σε τρία αρχαία θέατρα, της Επιδαύρου, του ‘Αργους και του Ηρώδου του Αττικού στην Αθήνα, σε συνδυασμό με εργαστηριακά ακουστικά πειράματα.
Για το θέατρο του Πολύκλειτου, την Επίδαυρο δηλαδή, που θεωρείται από τα αρχαία σωζόμενα θέατρα με την καλύτερη ακουστική στον κόσμο, χρησιμοποίησε 20 μικρόφωνα τοποθετημένα σε 12 σημεία, καθώς και δύο μεγάφωνα, ένα στη σκηνή του θεάτρου (ορχήστρα) και ένα στο πλάι. Οι ερευνητές έκαναν συνολικά 2.400 ηχογραφήσεις, μεταξύ άλλων ενός νομίσματος που έπεφτε, ενός χαρτιού που σκιζόταν και ενός ανθρώπου που ψιθύριζε.
«Ο Ολλανδός συνάδελφος και η Βρετανίδα δημοσιογράφος», διευκρίνισε ο κ. Φλώρος, «επικεντρώθηκαν στις περιπτώσεις όπου το σήμα της φωνής ήταν εξαιρετικά αδύναμο ή όταν χρησιμοποιούνται άλλοι ήχοι, όπως συχνά γίνεται από τους επισκέπτες του θεάτρου. Επισημαίνεται ότι οι ειδικές αυτές περιπτώσεις δεν συνιστούν δόκιμο κριτήριο αποτίμησης της ακουστικής ενός χώρου. Όπως είναι αυτονόητο, για την σωστή μέτρηση, σε τέτοιες μεγάλες αποστάσεις ακρόασης, η πηγή-ομιλητής θα πρέπει να παράγει δυνατή ομιλία και ο θόρυβος από το ακροατήριο ή άλλες πηγές να είναι χαμηλός».
«Σημειωτέο, ότι κατά την αρχαιότητα, τόσο το σήμερα κατεστραμμένο σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου, όσο και η χρήση θεατρικής μάσκας και προφανώς η ισχυρή εκφορά θεατρικού λόγου από τους ηθοποιούς, επέτρεπαν την ακόμη ισχυρότερη μετάδοση του ήχου προς τους ακροατές. Ακόμη και στις σημερινές συνθήκες, είναι γνωστό στους περισσότερους ότι όταν το ακροατήριο σε παραστάσεις είναι ήσυχο και για ηθοποιούς με δυνατή φωνή, η ομιλία είναι κατανοητή σε όλες τις θέσεις. Αυτό έχει καταδειχθεί πέρα από κάθε αμφισβήτηση με μετρήσεις που έχουν πραγματοποιήσει οι επιστήμονες του ΕΛΙΝΑ αλλά και ξένοι συνάδελφοί τους ακολουθώντας τις σύγχρονες μεθόδους αποτίμησης της καταληπτότητας και έχουν δημοσιευθεί επανειλημμένα».
«Η ακουστική του θεάτρου της Επιδαύρου, λόγω των ιστορικών συγκυριών που το έχουν διαφυλάξει σε καλή κατάσταση», όπως υπογραμμίζει η ανακοίνωση του Ελληνικού Ινστιτούτου Ακουστικής, «αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο το εξαιρετικό αυτό επίτευγμα της αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην ανάπτυξη και συνέχιση της θεατρικής τέχνης. Το πρόσφατο δημοσίευμα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως προσπάθειας εντυπωσιασμού από την πλευρά της Βρετανίδας δημοσιογράφου ή και της ομάδας Ολλανδών συναδέλφων -ίσως ένας σύντομος τρόπος για αυτούς να αποκτήσουν τα 5 λεπτά δημοσιότητας- δανειζόμενοι από την παγκόσμια και διαχρονική αίγλη του μοναδικού αυτού μνημείου των 2.500 χρόνων».