Ένα καλοκουρδισμένο ρολόι.
Μπορείς να δώσεις πολλά επίθετα στην παράσταση Φοίνισσες του Γιάννη Μόσχου που ανέβηκε στην Επίδαυρο: υπέροχη, μαγευτική, ανεπανάλληπτη.
Και θα ήταν όλα τους σωστά. Παρόλα αυτά, αν κάτι την περιγράφει με ακρίβεια είναι ο χαρακτηρισμός “καλοκουρδισμένο ρολόι”.
Ήδη από τα πρώτα λεπτά αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι την έμφαση του σκηνοθέτη ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Έμφαση που όσο περνάει ο χρόνος γίνεται ολοένα και πιο αισθητή. Μάλιστα σε εντυπωσιάζει ακόμη περισσότερο o πολυεπίπεδος χαρακτήρας της. Δεν είναι μόνο ότι όλος ο θίασος κινείται σαν ένα σώμα (ούτε μπορώ να φανταστώ πόση δουλειά χρειάστηκε για ένα τέτοιο αποτέλεσμα). Ταυτόχρονα τόσο ο ήχος και η μουσική όσο και οι φωτισμοί συνδυάζονται αρμονικά (σχολαστικά θα μπορούσε να πει κανείς) με κάθε πτυχή της παράστασης. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ότι ο Μόσχος αξιοποιεί πλήρως τις ηχητικές δυνατότητες του θεάτρου (κάτι που, δυστυχώς, δεν βλέπουμε πάντα…).
Σε ό,τι αφορά τις ερμηνείες, οι περισσότερες ήταν εξαιρετικές. Τόσο ο Αλέξανδρος Μυλωνάς ως Τειρεσίας, όσο και ο Κώστας Μπερικόπουλος ως Παιδαγωγός αλλά και οι Δημήτρης Παπανικολάου και Γιώργος Γλάστρας στους ρόλους του Οιδίποδα και του Αγγελιαφόρου ήταν απολαυστικότατοι.
Επαρκείς αν και λιγότερο πειστικοί ήταν ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης ως Κρέοντας και η Μαρία Κατσιαδάκη ως Ιοκάστη. Κανείς από τους δύο δεν απέπνεε την τραγικότητα του χαρακτήρα που υποδυόταν. Ειδικά η ερμηνεία του Χατζηπαναγιώτη έδινε την αίσθηση ότι ανήκει περισσότερο σε θεατρική σκηνή και λιγότερο στο θέατρο της Επιδαύρου.
Ειδική μνεία αξίζει ο Χορός που δικαίως εισέπραξε και τα περισσότερα χειροκροτήματα. Κάθε κομμάτι της ερμηνείας τους ήταν υπέροχο και ακόμη και αν όλο το υπόλοιπο έργο υστερούσε, μόνες τους θα έκαναν την παράσταση να αξίζει. Ειδικά ως προς το κομμάτι της χορογραφίας, αν κανείς το έβλεπε μεμονωμένα, ενδεχομένως να έμενε λιγάκι ανικανοποίητος. Εικάζω ότι ήταν επιλογή του σκηνοθέτη για να μην τραβήξει δυσανάλογα το κέντρο βάρους σε σχέση με το υπόλοιπο έργο. Ήδη ο Χορός κυριαρχεί στην παράσταση. Μια πιο εξεζητημένη χορογραφία ενδεχομένως να χαλούσε τις τόσο λεπτές ισορροπίες που έχει πετύχει.
Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν και η σκηνή της τειχοσκοπίας. Ο Κώστας Μπερικόπουλος ως Παιδαγωγός αλλά και η Λουκία Μιχαλοπούλου ως Αντιγόνη μας δίνουν μία από τις καλύτερες στιγμές του έργου.
Άξια αναφοράς είναι επίσης τα πολύ όμορφα κοστούμια, η επιστροφή της Σφίγγας και η αινιγματική παρουσία της πάνω από την πόλη όπως βέβαια και η χρήση της κάμερας. Η ευρηματική επιλογή του Γιάννη Μόσχου να μετατρέψει το παλάτι σε video wall προβάλλοντας στους τοίχους του εικόνες και βίντεο των ηθοποιών και του θιάσου, δίνει ένα ξεχωριστό χρώμα στο έργο.
Δεν θα ισχυριστώ ότι το η παράσταση δεν είχε αδυναμίες. Αυτές εντοπίζονται όμως αποκλειστικά στις ερμηνείες που, κακά τα ψέμματα, δεν καταφέρνουν να σε συγκινήσουν. Ακόμη και έτσι όμως, οι αδυναμίες δεν αφαιρούν από το μεγαλείο αυτής της παράστασης.
Αντιθέτως, θα έλεγα, το τονίζουν. Κάνουν ακόμη πιο έκδηλα το ταλέντο, τη δουλειά, την ιδιοφυία να τολμήσω να πω;, του Γιάννη Μόσχου. Ο οποίος καταφέρνει να πετύχει ένα ανεπανάληπτο αποτέλεσμα ακόμη και με υλικά που ενίοτε υστερούν. Η αίσθηση που μου άφησε το έργο ήταν εκείνη ενός πολυσύνθετου κοσμήματος. Όπου η μαστοριά του δημιουργού διαφαίνεται ακόμη και αν κάποια από τα πετράδια δεν είναι πολύτιμα αλλά ευτελή.
Πρόκειται για μια παράσταση που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χάσετε. Προσωπικά είμαι αποφασισμένος να την απολαύσω ξανά όταν θα έρθει στην Αθήνα. Το ίδιο προτείνω να κάνετε κι εσείς!