Από τα πρώτα λεπτά της παράστασης διακρίνεις ότι η Ιώ Βουλγαράκη αντιμετωπίζει το έργο του Ευριπίδη με σεβασμό αλλά και εξαιρετική προσοχή. Κάθε λεπτομέρεια στην παράσταση είναι σαφές ότι αποτελεί συνειδητή επιλογή και δεν βρίσκεται εκεί τυχαία.
Αντίστοιχα προσεγμένες και μεστές είναι και σχεδόν όλες οι ερμηνείες.
Η Ελένη Κοκκίδου πραγματικά συγκλονίζει μεταφέροντας στον θεατή όλη την οδύνη που χαρακτηρίζει, όχι μια βασίλισσα που έχει χάσει τον θρόνο της αλλά, μια μάνα που στερείται τα παιδιά της. Είναι πραγματικά δύσκολο να περιγράψει κανείς την ερμηνεία της με άλλη λέξη πέρα από το συγκλονιστική. Σίγουρα από τις πιο σημαντικές, αν όχι η σημαντικότερη, στιγμή της θεατρικής της πορείας. Έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον μάλιστα ότι όλο αυτό το ψυχικό άλγος που σου μεταδίδει δεν γίνεται με την χρήση υπερβολής. Αντιθέτως είναι το χρώμα και το μέταλλο της φωνής της που σε κάνει, όχι απλώς να κατανοήσεις αλλά να νιώσεις την τραγικότητα του χαρακτήρα.
Εξαιρετικοί είναι επίσης τόσο η Μαρίνα Καλογήρου στον ρόλο της Πολυξένης όσο και ο Θανάσης Κουρλαμπάς σε εκείνον του Οδυσσέα. Οι ερμηνείες τους, χωρίς να εντυπωσιάζουν, ήταν μεστές και καλοζυγισμένες.
Σε ό,τι αφορά τον Αλέκο Συσσοβίτη ως Αγαμέμνονα και τον Άκη Σακελλαρίου ως Πολυμήστορα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο Συσσοβίτης πραγματικά διαπρέπει στον ρόλο του Αγαμέμνονα. Είναι ξεκάθαρο δηλαδή πόσο έχει δουλέψει τον ρόλο του αλλά και το μοναδικό του ταλέντο. Είναι σκέτη απόλαυση να τον παρακολουθείς. Αντιθέτως ο Άκης Σακελλαρίου ξαφνιάζει αρνητικά. Δεν δείχνει να βιώνει το ρόλο του. Ούτε με τη φωνή, ούτε με τις κινήσεις του ούτε με κανέναν άλλο τρόπο. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο Πολυμήστωρ του Άκη Σακελλαρίου θύμιζε εντυπωσιακά τον Διόνυσο που είχε υποδυθεί πριν δύο χρόνια στις Βάκχες. Και ενώ ως Διόνυσος ήταν εξαιρετικός, ως Πολυμήστωρ μοιάζει λίγος. Σε καμία περίπτωση δεν γίνεται ο μισητός χαρακτήρας που υποδύεται. Ούτε στιγμή δεν προκαλεί την οργή που θα άρμοζε στο εγκλημα του.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει βέβαια και για τον χορό. Σπάνια έχουμε δει κάτι τόσο εξαίσιο. Τόσο ο συγχρονισμός του όσο και η κινησιολογία αλλά και οι φωνές ήταν μοναδικά! Συμπλήρωνε με αριστοτεχνικό τρόπο κάθε στιγμή της παράστασης.
Ενδιαφέρουσα ήταν και ζωντανή μουσική της Αρτέμιδος Βαβάτσικα όπως βέβαια και τα σκηνικά και κουστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού. Μάλιστα για τα σκηνικά πρέπει να γίνει ειδική αναφορά καθώς ενώ ήταν λιτά, απέπνεαν ιδιαίτερη δύναμη και βοηθούσαν τον θεατή να κατανοήσει τη βία που συνεπάγεται ο πόλεμος.
Αν και η σκηνοθέτις αναφέρεται στο αίτημα της κοινωνικοποίηση του πένθους, το μήνυμα που διαπερνά κάθε πτυχή της παράστασης είναι άλλο. Είναι η πλήρης αντικειμενοποίηση του γυναικείου φύλου. Το πώς η γυναίκα δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από λάφυρο του πολέμου. Και όσο και αν έχεις στο μυαλό σου ότι αυτά αποτελούσαν αρχαϊκές πρακτικές, δεν μπορείς να μην αναλογιστείς ότι ακόμη δεν έχουν εκλείψει. Από τις γυναίκες Γιαζίντι που αιχμαλωτίστηκαν για σκλάβες του Ισλαμικού Κράτους, μέχρι τα θύματα τράφικινγκ στις δυτικές χώρες. Με άλλα λόγια το έργο του Ευριπίδη γίνεται διπλά επίκαιρο. Όχι μόνο για τη φρίκη του πολέμου αλλά και για τη θέση της γυναίκας στον κόσμο μας.